Λορέντζος Μαβίλης – ο Σκακιστής
Ο “παιχνιδιάρης όσο και βαθύς στην πέννα Μαβίλης” (όπως τον «πειράζει» σε σχόλιό της στο περιοδικό «Νουμάς» η Κερκυραία Ειρήνη Ζαβιτζιάνου -Δενδρινού) γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη, όπου υπηρετούσε τότε ο δικαστικός πατέρας του. Φοίτησε στο γυμνάσιο της Κέρκυρας. Ο φιλόλογος του γυμνασίου τον ξεχώρισε και τον έφερε δεκαπεντάχρονο στη λέσχη της «Αναγνωστικής Εταιρείας Κέρκυρας». Στις αίθουσες του παλιότερου αυτού από τα ελληνικά πνευματικά ιδρύματα γνώρισε τον Ιάκωβο Πολυλά, το Γεράσιμο Μαρκορά και άλλους παλιούς φίλους του Σολωμού. Γύμνασε το πνεύμα του μαζί τους : στα διαβάσματα, στις συγγραφές και στο σκακι! Ένα παιχνίδι που μόλις είχε ξεκινήσει να παίζεται στη νέα Ελλάδα.
Μετά το γυμνάσιο, έφυγε στην Αθήνα για σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πα- νεπιστημίου, αλλά δεν παρέμεινε πάνω από ένα έτος (1877-78) γιατί θέλησε να συ- νεχίσει στα γερμανικά πανεπιστήμια, όπου τον τραβούσε η αγάπη του προς τους Γερμανούς ιδεαλιστές φιλοσόφους και η ελεύθερη φοιτητική ζωή.
Στο πανεπιστήμιο του Μονάχου γράφτηκε το 1878. Δεν υπήρχε ακόμα σκακιστι– κός σύλλογος για να μπορούν να παίζουν οι φοιτητές σκάκι, στο οποίο ο Μαβί- λης ήταν ήδη ισχυρός παίκτης. Έτσι είχε πολύ χρόνο να διαβάσει την ξένη κλασσική λογοτεχνία και να μάθει σε καλό επίπεδο τρεις ακόμη ξένες γλώσσες (Γερμανικά, Αγγλικά και Γαλλικά), αφού Ιταλικά και Ισπανικά ήδη γνώριζε. Έζησε έντονη φοιτητική ζωή, γράφτηκε μέλος σε φοιτητικά σωματεία, που σκοπός τους ήταν η μόρφωση ιπποτικού χαρακτήρα, με πειθαρχία και σωματικές σκληραγωγίες. Απόκτησε και μια χαρακιά στο μάγουλο από φοιτητική μονομαχία, από τις πολλές που πήρε μέρος και συνηθίζονταν τότε. Στην Ελλάδα, άφηνε πάντα γένια για να κρύβει αυτή τη χαρακιά. Οι δικοί του τον κάλεσαν πίσω στην Κέρκυρα το 1884.
Το έτος εκείνο ασχολήθηκε περισσότερο με τη λογοτεχνία, κοντά στους φίλους του της «Αναγνωστικής Εταιρείας», αλλά αναπολούσε την έντονη ζωή στη Γερμανία και το επόμενο έτος ξαναγύρισε στο Μόναχο. Υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει διδάκτορας.
Νεανικοί έρωτες και η ενασχόλησή του με το σκάκι (υπήρξε ιδρυτής του Σκακιστικού Συλλόγου του Πανεπιστημίου του Μονάχου το 1886), τον έφεραν σε απόγνωση γιατί τα χρόνια περνούσαν και δεν κατάφερνε να αποφοιτήσει. Τότε βρέθηκε θέμα σχετικό με τη σύγκριση βυζαντινών κειμένων και ένας Γερμανός φίλος του από τη σκακιστική ομάδα, που είχε τελειώσει διδακτορικό στη Βυζαντινολογία, τον βοήθησε. Ένα χρόνο έμεινε στο Μπρεσλάου, όπου ζούσε ο φίλος του Ζέγκερ και μελέτησαν τα βυζαντινά κείμενα. Ταυτόχρονα έπαιξε σε δυό πρωταθλήματα σκάκι. Την ίδια χρονιά, που πήρε τον τίτλο του διδάκτορα (1890), κέρδισε και τον τίτλο του πρωταθλητή Βαυαρίας στο σκάκι.
Το 1890 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Την περίοδο, που ακολούθησε, οι Γερμανοί φίλοι του δεν τον ξέχασαν. Μεταφράζουμε από το φυλλάδιο για τα δεκάχρονα του Σκακιστικού Συλλόγου του Πανεπιστημίου του Μονάχου, κείμενο σχετικό με το Μαβίλη, όπου γίνεται και παράπλευρη σύγκριση ανάμεσα στις φυσικές ελληνικές και γερμανικές αρετές :
« … Το γεμάτο λεπτότητα παιχνίδι του δόκτορα Μαβίλη ήταν, από τις πρώτες μέρες του Πανεπιστημιακού Σκακιστικού Συλλόγου, το απαραίτητο συμπλήρωμα στον πιο σταθερό τρόπο παιξίματος του δόκτορα Ζέγκερ, ο οποίος έδινε περισσότερη βαρύτητα στην ορθότητα του τέλους μιας παρτίδας παρά στην ορμητικότητα της αρχής και τη μαχητική διεξαγωγή επιθέσεων. Οι κύριοι Μαβίλης και Ζέγκερ δεν είναι μόνο από σκακιστική άποψη, αλλά και γενικότερα από ανθρώπινη και σπουδαστική, το «ζευγάρι των Διόσκουρων», που φρουρούν τις ιστορικές πύλες του Πανεπιστημιακού Σκακιστικού Συλλόγου του Μονάχου».
Το 1896, έφυγε για την Κρήτη, μαζί με τον ανηψιό του Πολυλά Κωνσταντίνο Θεοτόκη, τον παλιό του συμφοιτητή Σωτηριάδη και πολλούς στρατιωτικούς, για να ενισχύσουν το εκεί επαναστατικό κίνημα.
Το 1897, επικεφαλής σώματος εβδομήντα ανταρτών, που ο ίδιος στρατολόγησε, πολέμησε για την απελευθέρωση της Ηπείρου σε έναν πόλεμο – παρωδία, στον οποίο είχαν παρασύρει την κρατική ιεραρχία οι φλογερές Ιδέες της «Εθνικής Εταιρείας».
Η αποτυχία του πολέμου του 1897 του έκοψε τα φτερά, όπως σε όλους τους Έλληνες. Για πολλά χρόνια είχε γίνει σκιά του εαυτού του, είχε απομακρυνθεί από τα κοινά, πλην μιας πρωτοβουλίας το 1902 να μην εγκατασταθεί καζίνο για τυχερά παιχνίδια στο νησί της Κέρκυρας. Ήταν τότε που έγραψε τα περισσότερα ποιήματά του, αλλά δεν τα δημοσίευσε.
Μετά την ανάμιξη του στρατού για επανακαθορισμό του Ελληνικού Κράτους το 1908, γεγονός που κατέλυε προσωρινά τη δημοκρατία, αλλά έφερνε νέες προοπτικές, πείσθηκε να συστρατευθεί με τις ιδέες του Ελευθέριου Βενιζέλου και απέκτησε ξανά αισιοδοξία και ελπίδα. Στις εκλογές του 1910 για αναθεώρηση του Συντάγματος, οι φίλοι του τον πίεσαν να θέσει υποψηφιότητα και εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο λόγος του στη Βουλή, στις26/2/1911, για την υποστήριξη της δημοτικής γλώσσας, δημοσιεύεται στα «Άπαντά» του και έχει μείνει ιστορικός. Εκεί, απαντώντας στην κατηγορία των υποστηρικτών της καθαρεύουσας ότι η δημοτική είναι χυδαία γλώσσα, είπε το γνωστό: «χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι…».
Σε ηλικία πενήντα τριών χρόνων πήρε μέρος στην εκστρατεία απελευθέρωσης της Ηπείρου, ως λοχαγός σώματος Ελλήνων και Ιταλών εθελοντών υπό τον Επτανήσιο Αλέξανδρο Ρώμα. Σκοτώθηκε στο ύψωμα του Δρίσκου στις 28 Νοεμβρίου του 1912. Τα Γιάννενα έγιναν ελληνικά στις αρχές του 1913.
Πολλά έχουν γραφτεί για τη θυσία του Λορέντζου Μαβίλη, μετά την οποία όλοι τον παραδέχτηκαν ότι ήταν άνθρωπος των έργων και όχι άνθρωπος των λόγων, όπως συνήθιζαν να πιστεύουν για τους διανοουμένους. Ο Μαβίλης ήθελε να λέγεται «σκακιστής» γιατί ήταν από τους πρωτοπόρους στο παιχνίδι αυτό. Αφιέρωσε πολλά για το χόμπι του, σε μια εποχή που και στην Ευρώπη δεν υπήρχαν πολλοί οργανωμένοι σκακιστικοί σύλλογοι και Ομοσπονδίες. Αγωνίσθηκε για να φτιάξει το Σκακιστικό Σύλλογο του Πανεπιστημίου του Μονάχου στη Γερμανία και συντήρησε το σκάκι στην Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας. Συνέθεσε σκακιστικά προβλήματα. Έπαιξε με πολλούς καλούς σκακιστές της εποχής του (ακόμη και με το μελλοντικό Παγκόσμιο Πρωταθλητή Εμ- μανουήλ Λάσκερ) και απέκτησε καλούς φίλους στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ένα ορθόδοξο πρόβλημα του Λορέντζου Μαβίλη (1893). Παίζουν τα λευκά και κάνουν ματ σε τρεις κινήσεις
Ο Μαβίλης, λόγω της σεμνότητάς του και γνωρίζοντας ότι υπήρχαν πολλοί παλιότεροι και καλύτεροι από αυτόν, αισθανόταν αμηχανία όταν τον αποκαλούσαν «ποιητή». Όταν ήταν βουλευτής στην Αθήνα, αρκετοί τον προέτρεψαν να δημοσιεύσει μια συλλογή με ποιήματά του. Ξεκίνησε να τελειοποιεί τα παλιά του ποιήματα, αλλά δεν ολοκλήρωσε την προετοιμασία, γιατί τον πρόλαβε το καθήκον προς την πατρίδα.
Ο Μαβίλης ήξερε ότι το σκάκι είναι παιχνίδι. Κινούμενος μέσα στους κανόνες (το “σύστημα αρχών”) του σκακιού, δεν δίσταζε να κάνει λάθη για να διατηρήσει την ιδέα του παιχνιδιού.
Λ. Μαβίλης – Sauer
Breslau 1889
6th German Chess Federation Congress – Hauptturnier A
- ε4 ε5 2. ζ4 Αγ5 3. ζxε5 Βθ4+ 4. η3 Βxε4+ 5. Βε2 Βxθ1 6. Ιζ3 Αη1 7. δ4 Αxθ2 8. Ιxθ2 Βη1 9. Αζ4 Βxδ4 10. Ιγ3 Ιε7 11. Ιζ3 Ββ4 12. Ο-Ο-Ο γ6 13. ε6 δxε6 14. Αδ6 Βη4 15. Πδ4 Βθ5 16. η4 Βη6 17. Ιε5 Βη5+ 18. Ρβ1 ζ5 19. Ιζ3 Βη6 20. Βδ2 Ιδ7 21. Αα3 Πζ8 22. Πxδ7 1-0
Πηγή του άρθρου το σπουδαίο βιβλίο του Παναγή Σκλαβούνου «Έλληνες σκακιστές του 19ου αιώνα»